croyant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croyant | croyants |
θηλυκό | croyante | croyantes |
croyant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croyant | croyants |
θηλυκό | croyante | croyantes |
croyant (fr)
- ο πιστός