Μετάβαση στο περιεχόμενο

crucifixion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crucifixion (en)

  1. η σταύρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crucifixion crucifixions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crucifixion (fr) θηλυκό