crudivore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crudivore | crudivores |
Επίθετο[επεξεργασία]
crudivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
crudivore | crudivores |
crudivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό