cry out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cry out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cries out |
αόριστος | cried out |
παθητική μετοχή | cried out |
ενεργητική μετοχή | crying out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]cry out (en)