Μετάβαση στο περιεχόμενο

cry out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας cry out
γ΄ ενικό ενεστώτα cries out
αόριστος cried out
παθητική μετοχή cried out
ενεργητική μετοχή crying out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cry out <  δείτε τις λέξεις cry και out

cry out (en)