Μετάβαση στο περιεχόμενο

cryptographie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cryptographie cryptographies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cryptographie (fr) θηλυκό

  1. κρυπτογραφία
  2. κρυπτογράφηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]