crystallographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crystallographique | crystallographiques |
θηλυκό | crystallographiquee | crystallographiquees |
Επίθετο[επεξεργασία]
crystallographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό