cub
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cub (en)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cub (ca) αρσενικό
- κύβος, (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη
cub (en)
cub (ca) αρσενικό