Μετάβαση στο περιεχόμενο

cucumber

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cucumber cucumbers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cucumber < μέση αγγλική cucumer < παλαιά γαλλική cocombre < λατινική cucumis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkjuːˌkʌmbər/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cucumber (en)

  1. (φυτό) η αγγουριά
  2. (λαχανικό) αγγούρι