cucumber
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cucumber | cucumbers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cucumber < μέση αγγλική cucumer < παλαιά γαλλική cocombre < λατινική cucumis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkjuːˌkʌmbər/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cucumber (en)