cudzoziemka
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη cudzoziemiec
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cudzoziemka (pl) θηλυκό
- η αλλοδαπή
→ δείτε τη λέξη cudzoziemiec
cudzoziemka (pl) θηλυκό