cuistot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cuistot | cuistots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cuistot (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο μάγειρας
ενικός | πληθυντικός |
cuistot | cuistots |
cuistot (fr) αρσενικό