cukiereczek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cukiereczek < cukierek
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cukiereczek (pl) αρσενικό
- υποκοριστικό του: cukierek, η καραμελίτσα
cukiereczek < cukierek
cukiereczek (pl) αρσενικό