cul-bénit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cul-bénit | culs-bénits |
cul-bénit (fr) αρσενικό
- κάποιος που είναι θρήσκος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cul-bénit | culs-bénits |
cul-bénit (fr) αρσενικό