cul-bénit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cul-bénit < cul + bénit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cul-bénit culs-bénits

cul-bénit (fr) αρσενικό