cul-de-poule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cul-de-poule < cul + de + poule

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cul-de-poule culs-de-poule

cul-de-poule (fr) αρσενικό

  • μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο χτυπιούνται τα αυγά ή αναμειγνύονται διάφορα υλικά για να γίνει ένα γλυκό