culmination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- culmination < culminate (en) < λατινικό culminatus (la) μετοχή του ρήματος culminare (la) (= κορυφώνω) < culmen (la) (= κορυφή).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
culmination (en)
- το αποκορύφωμα, το μεσουράνημα