culottier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- culottier < culotte
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | culottier | culottiers |
θηλυκό | culottière | culottières |
culottier (fr)
- αυτός που φτιάχνει παντελόνια