cumulus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cumulus | cumulus |
cumulus (fr) αρσενικό
- (μετεωρολογία) ο σωρείτης
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cumulus αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cumulus | cumulī |
γενική | cumulī | cumulōrum |
δοτική | cumulō | cumulīs |
αιτιατική | cumulum | cumulōs |
κλητική | cumule | cumulī |
αφαιρετική | cumulō | cumulīs |