cupellum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cupellum < cupa + -ellum (< -ellus) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cupellum ουδέτερο
- υποκοριστικό του cupa
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cupellum | cupella |
γενική | cupellī | cupellōrum |
δοτική | cupellō | cupellīs |
αιτιατική | cupellum | cupella |
κλητική | cupellum | cupella |
αφαιρετική | cupellō | cupellīs |