curb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
curb | curbs |
curb (en)
- το κράσπεδο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | curb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | curbs |
αόριστος | curbed |
παθητική μετοχή | curbed |
ενεργητική μετοχή | curbing |
curb (en)
- (μεταβατικό) περιορίζω, συγκρατώ κάτι, ειδικά κάτι κακό
- ↪ We must curb the consumption of electricity/oil.
- Πρέπει να περιορίσουμε την κατανάλωση ρεύματος/πετρελαίου.
- ↪ We are curbing inflation.
- Συγκρατούμε τον πληθωρισμό.
- ↪ We must curb the consumption of electricity/oil.