curiosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
curiosité (fr) θηλυκό
- η περιέργεια
- το αξιοθέατο
- κάτι το περίεργο