Μετάβαση στο περιεχόμενο

curiosity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
curiosity curiosities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
curiosity < curious + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curiosity (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η περιέργεια
      His fears slowly transitioned into curiosity.
    Οι φόβοι του μεταβλήθηκε σιγά σιγά σε περιέργεια.
      I’m dying of curiosity to know if it works.
    Πεθαίνω από περιέργεια να μάθω αν δουλέψει.
  2. το περίεργο αντικείμενο