curriculum
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
curriculum | curriculums / curricula |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
curriculum (en)
- το πρόγραμμα σπουδών, η διδακτέα ύλη, τα μαθήματα που περιλαμβάνονται σε ένα μάθημα σπουδών ή διδάσκονται σε σχολείο, κολέγιο κτλ.
- ⮡ The curriculum will be split over two semesters.
- Η διδακτέα ύλη θα κατανεμηθεί σε δύο εξάμηνα.
- ⮡ The curriculum will be split over two semesters.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- curriculum < curriculum vitæ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ky.ʁi.ky.lɔm/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
curriculum | curriculums |
curriculum (fr) αρσενικό
- το βιογραφικό σημείωμα που συμπληρώνει και παραδίδει κάποιος συνήθως όταν ψάχνει για δουλειά και στο οποίο περιλαμβάνονται οι σπουδές του, η προϋπηρεσία ή εμπειρία του, τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντατα του