Μετάβαση στο περιεχόμενο

curriculum

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
curriculum curriculums / curricula
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

curriculum (en)

  • το πρόγραμμα σπουδών, η διδακτέα ύλη, τα μαθήματα που περιλαμβάνονται σε ένα μάθημα σπουδών ή διδάσκονται σε σχολείο, κολέγιο κτλ.
      The curriculum will be split over two semesters.
    Η διδακτέα ύλη θα κατανεμηθεί σε δύο εξάμηνα.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
curriculum < curriculum vitæ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ky.ʁi.ky.lɔm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
curriculum curriculums

curriculum (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]