Μετάβαση στο περιεχόμενο

curve

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
curve curves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curve (en)

  1. η καμπύλη, η στροφή, μια γραμμή ή επιφάνεια που κάμπτεται σταδιακά
      The parabola and the hyperbola are curves.
      supply and demand curve - καμπύλη προσφοράς και ζήτησης
      a frequency curve - καμπύλη συχνότητας
    Η παραβολή και η υπερβολή είναι καμπύλες.
      a curve in the road - στροφή στο δρόμο
      I am taking a curve at high speed.
    Παίρνω μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη bend
  2. (μόνο στον πληθυντικό) οι καμπύλες
      a woman with attractive curves - γυναίκα με ελκυστικές καμπύλες