cuss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας cuss
γ΄ ενικό ενεστώτα cusses
αόριστος cussed
παθητική μετοχή cussed
ενεργητική μετοχή cussing

cuss (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)

  • βρίζω, βλαστημώ
    ⮡  He started shouting and cussing.
    Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
    ⮡  She cussed at me obscenely./She cussed me out obscenely.
    Με έβρισε χυδαία.
    ⮡  He started cussing because everything was going wrong for him.
    Άρχισε να βλαστημάει, γιατί του πήγαιναν όλα στραβά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swear