cuss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cuss |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cusses |
αόριστος | cussed |
παθητική μετοχή | cussed |
ενεργητική μετοχή | cussing |
Ρήμα
[επεξεργασία]cuss (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)