custodial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
custodial (en)
- σχετικός με τη συντήρηση, καθαριότητα, φροντίδα
- she works in a custodial profession; she is a cleaner
- σχετικός με τον γονέα που έχει την κηδεμονία ενός παιδιού
- custodial parent