custodial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

custodial (en)

  1. σχετικός με τη συντήρηση, καθαριότητα, φροντίδα
    she works in a custodial profession; she is a cleaner
  2. σχετικός με τον γονέα που έχει την κηδεμονία ενός παιδιού
    custodial parent

Συγγενικά[επεξεργασία]