customized

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός customized
συγκριτικός more customized
υπερθετικός most customized

customized (en)

  • εξατομικευμένος, κατασκευασμένος πάνω σε ειδικές προδιαγραφές
    We’ll see how you can make Git operate in a more customized fashion, by introducing several important configuration.
    Θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tailor-made

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη custom

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

customized (en)