customs officer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
customs officer (en)
- ο τελωνειακός (υπάλληλος)