cut a tooth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

cut a tooth (en)

  1. (κυριολεκτικά) μου ξεφύτρωσε-φύτρωσε-ξεπετάχτηκε δόντι
  2. (μεταφορικά) πρωτοασκούμαι, αποκτώ πρωταρχική εμπειρία σε τομέα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]