cut a tooth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
cut a tooth (en)
- (κυριολεκτικά) μου ξεφύτρωσε-φύτρωσε-ξεπετάχτηκε δόντι
- (μεταφορικά) πρωτοασκούμαι, αποκτώ πρωταρχική εμπειρία σε τομέα