cut off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας cut off
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts off
αόριστος cut off
παθητική μετοχή cut off
ενεργητική μετοχή cutting off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cut off < → δείτε τις λέξεις cut και off

cut off (en)

  1. αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
    The band saw cut off the fingers of his right hand.
    Η πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
    The butcher cut off a big steak.
    Ο χασάπης έκοψε μια χοντρή μπριζόλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slice off
  2. αποκλείω, εμποδίζω κάτι
    The road was cut off by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
    The police cut off the road to check all the cars entering the city.
    Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  3. (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
    He cut me off and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut in
  4. κόβω, αποκόπτω
  5. κόβω, αποκόπτω (απομονώνω)
  6. κόβω (σταματώ κάτι απότομα)