cut off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cut off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts off |
αόριστος | cut off |
παθητική μετοχή | cut off |
ενεργητική μετοχή | cutting off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]cut off (en)
- αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
- αποκλείω, εμποδίζω κάτι
- (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
- κόβω, αποκόπτω
- κόβω, αποκόπτω (απομονώνω)
- κόβω (σταματώ κάτι απότομα)
Πηγές
[επεξεργασία]- cut off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόβω