cutis
Πίνακας περιεχομένων
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cutis (es)
- η επιδερμίδα (του προσώπου)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cutis < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) (s)qut-, (s)qeu- (=καλύπτω, κρύβω). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) κύτος και το (σανσκριτικά) skunati (=κρύβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cutis θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- caput ad cutem tondere (=τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ κείρεσθαι/κουρεμένος γουλί)
- cutis terrae (=η επιφάνεια της γης)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cutis | cutēs |
γενική | cutis | cutium |
δοτική | cutī | cutibus |
αιτιατική | cutem | cutēs/cutīs |
κλητική | cutis | cutēs |
αφαιρετική | cute | cutibus |
|