Μετάβαση στο περιεχόμενο

cuvée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cuvée cuvées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuvée (fr) θηλυκό

  1. η ποσότητα κρασιού που γίνεται σε μία δεξαμενή
  2. μίξη από διάφορα κρασιά