Μετάβαση στο περιεχόμενο

cylindrée

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cylindrée < cylindre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cylindrée cylindrées

cylindrée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]