cylindrée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cylindrée < cylindre
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| cylindrée | cylindrées |
cylindrée (fr) θηλυκό
- ο κυβισμός του κινητήρα ενός αυτοκινήτου