cymbal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cymbal | cymbals |
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cymbal (en)
- (μουσικό όργανο) το πιατίνι στην ντραμς
ενικός | πληθυντικός |
cymbal | cymbals |
cymbal (en)