Μετάβαση στο περιεχόμενο

cymbal

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cymbal cymbals

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cymbal (en)