czysty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
czysty (pl)
- καθαρός
- czyste niebo: καθαρός ουρανός
- czyste szaleństwo: καθαρή τρέλα
- czysty zysk: καθαρό κέρδος