czysty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

czysty (pl)

  1. καθαρός
    czyste niebo: καθαρός ουρανός
    czyste szaleństwo: καθαρή τρέλα
    czysty zysk: καθαρό κέρδος

Συγγενικά[επεξεργασία]