czytelnik
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- czytelnik < czytać
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]czytelnik (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- czytelniczka
- → δείτε τη λέξη czytać