dádiva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈda.ði.βa/
  1. Δράση δωρεάν προσφοράς
  2. Κάτι που δίνεται χωρίς να περιμένει κανείς αντάλλαγμα.

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dádiva (pt)