débâillonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.ba.jɔ.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

débâillonner (fr)

  1. ξεφιμώνω
     συνώνυμα: bâillonner
  2. (μεταφορικά) δίνω την ελευθερία λόγου σε κάποιον
     συνώνυμα: museler