débâillonner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ba.jɔ.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
débâillonner (fr)
- ξεφιμώνω
- (μεταφορικά) δίνω την ελευθερία λόγου σε κάποιον
débâillonner (fr)