débagouler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ba.ɡu.le/
Ρήμα[επεξεργασία]
débagouler (fr)
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) κάνω εμετό
- προφέρω δυσάρεστα λόγια
débagouler (fr)