débarcadère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.baʁ.ka.dɛːʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débarcadère | débarcadères |
débarcadère (fr) αρσενικό
- η αποβάθρα