débardeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débardeur | débardeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débardeur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο φορτοεκφορτωτής αυτοκινήτου, πλοίου, κλπ.
- το κοντό εφαρμοστό φανελάκι, χωρίς μανίκια
- (τεχνολογία) η εργάτης που μεταφέρει ξύλα στο πριόνι ή πέτρες σε λατομείο