débauchage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.bo.ʃa:ʒ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- débauchage < débaucher
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débauchage | débauchages |
débauchage (fr) αρσενικό
- η απόλυση
- (κατ’ επέκταση) η πρόσληψη ενός επαγγελματία μιας άλλης εταιρίας, κόμματος, κλπ.