débauche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- débauche < → δείτε τη λέξη débaucher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débauche (fr) θηλυκό
débauche (fr) θηλυκό