débiter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

débiter (fr)

  1. χρεώνω
    la banque a déjà débité l'achat de la voiture - η τράπεζα χρέωσε κιόλας την αγορά του αυτοκινήτου
     αντώνυμα: créditer
  2. τεμαχίζω
    débiter la viande - τεμαχίζω το κρέας

Συγγενικά

[επεξεργασία]