débloquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
débloquer (fr) (μεταβατικό)
- ξεμπλοκάρω
- (κατ’ επέκταση) επιτρέπω την επανεκκίνηση της κίνησης (εμπορευμάτων, μηχανήματος...)
- απελευθερώνομαι από ένα μπλοκάρισμα