débouché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débouché | débouchés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débouché (fr) αρσενικό
- η διέξοδος
ενικός | πληθυντικός |
débouché | débouchés |
débouché (fr) αρσενικό