déboulonner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.bu.lɔ.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
déboulonner (fr)
- ξεβιδώνω μπουλόνια, ξεσφηνώνω
- (μεταφορικά) (οικείο) ξηλώνω κάτι ή κάποιον