déboutonner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.bu.tɔ.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
déboutonner (fr)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à ventre déboutonné - υπερβολικά
- manger à ventre déboutonné - τρώω λαίμαργα
- rire à ventre déboutonné - γελάω με την καρδιά μου