débrancher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.bʁɑ̃.ʃe/
Ρήμα[επεξεργασία]
débrancher (fr)
- σταματώ να μιλώ, να ταρακουνιέμαι άσκοπα, να εκνευρίζομαι
débrancher (fr)