débriefing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débriefing | débriefings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débriefing (fr) αρσενικό
- γρήγορος απολογισμός
- σύσκεψη για να γίνει απολογισμός