débroussailleuse-broyeuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- débroussailleuse-broyeuse < débroussailleuse + broyeuse
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
débroussailleuse-broyeuse | débroussailleuses-broyeuses |
débroussailleuse-broyeuse (fr) θηλυκό
- αποψιλωτική μηχανή που συντρίβει ό,τι κόβει