débutant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- débutant < débuter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | débutant | débutants |
θηλυκό | débutante | débutantes |
débutant (fr)
- ο πρωτάρης
Ρήμα
[επεξεργασία]débutant (fr)